- ὑποσκαφισμός
- ὑποσκᾰφισμός, ὁ, (σκαφίς (A) 11)A cleaning of corn with a shovel, winnowing, Plu.2.693e; v. l. ὑποσκᾰρῑφισμός, scraping lightly to get rid of stones (cf. Paton in CR15.250).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
υποσκαφισμός — και δ. αν. ὑποσκαριφισμός, ὁ, Α το καθάρισμα τού σιταριού με λίχνισμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + σκαφίς, ίδος «φτυάρι, σκαπάνη», μέσω ενός αμάρτυρου ρ. *ὑποσκαφίζω] … Dictionary of Greek
υποσκαριφισμός — ὁ, Α (δ. αν.) βλ. ὑποσκαφισμός … Dictionary of Greek